Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



οἰνοβαρής, ὁ


Ερμηνεία:

 [ο μισομεθυσμένος, αυτός , ο δυσκίνητος εξ αιτίας της μέθης από λήψη οινοπνευματώδους ποτού] 



Ετυμολογία:

[οἶνος (Όμηρ., Σοφοκλ., Ηρόδοτος) + το βάρος]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

... Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ ονοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ  ... [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: